-
1 περιβολαιον
τό1) покрывало, одеяло Plut.2) одежда3) перен. покровσαρκὸς περιβόλαια ἡβῶντα Eur. — покровы юной плоти, т.е. молодость, юность
См. также в других словарях:
περιβόλαιος — ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο… … Dictionary of Greek